Greek » German

Translations for „απορρόφηση“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

απορρόφησ|η <-εις> [apɔˈrɔfisi] SUBST f

1. απορρόφηση (υγρασίας):

απορρόφηση
απορρόφηση

3. απορρόφηση fig (αφοσίωση):

απορρόφηση σε
Vertiefung f in +acc

Usage examples with απορρόφηση

διαδερμική απορρόφηση
ατμοσφαιρική απορρόφηση
ηλεκτρική απορρόφηση
φωτοηλεκτρική απορρόφηση
ακουστική απορρόφηση
απορρόφηση του φωτός

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский