Greek » German

Translations for „ειδικευμένος“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

ειδικευμέν|ος <-η, -ο> [iðicɛvˈmɛnɔs] ADJ

ειδικευμένος σε
spezialisiert, Fach- auf +acc
ειδικευμένος δικηγόρος
ειδικευμένος εργάτης
ειδικευμένος γιατρός

Usage examples with ειδικευμένος

ειδικευμένος δικηγόρος
ειδικευμένος εργάτης
ειδικευμένος γιατρός
ειδικός/ειδικευμένος γιατρός

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский