Greek » German

Translations for „καθαυτό“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

καθαυτό [kaθafˈtɔ], καθαυτού [kaθafˈtu] ADV

1. καθαυτό (γνήσια):

καθαυτό
καθαυτό χρυσός

2. καθαυτό (πραγματικά):

καθαυτό
η καθαυτό τέχνη

3. καθαυτό (ουσιαστικά, βασικά):

καθαυτό
η καθαυτό σημασία

Usage examples with καθαυτό

καθαυτό χρυσός
η καθαυτό τέχνη
η καθαυτό σημασία

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский