Greek » German

Translations for „παραιτούμαι“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

παραιτ|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [parɛˈtumɛ] VERB refl

1. παραιτούμαι (από δικαίωμα):

παραιτούμαι από κάτι

2. παραιτούμαι (από αξίωμα):

παραιτούμαι από ένα αξίωμα

Usage examples with παραιτούμαι

παραιτούμαι από ένα αξίωμα
παραιτούμαι από κάτι
παραιτούμαι από το αξίωμά μου

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский