Greek » German

Translations for „ταυτότητα“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

ταυτότητα [tafˈtɔtita] SUBST f

1. ταυτότητα (απόλυτη ομοιότητα):

ταυτότητα
ταυτότητα

2. ταυτότητα (η μοναδικότητα ενός ατόμου ή πράγματος):

ταυτότητα
πολιτιστική ταυτότητα

ταυτότητα SUBST

User Entry
ταυτότητα οφειλής f FIN

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский