Greek » German

Translations for „ετοιμάζω“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

I . ετοιμά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛtiˈmazɔ] VERB trans

1. ετοιμάζω (προπαρασκευάζω: για εξετάσεις κτλ):

ετοιμάζω για
ετοιμάζω τα χαρτιά μου

2. ετοιμάζω (κάνω έτοιμο):

ετοιμάζω
ετοιμάζω τις βαλίτσες

3. ετοιμάζω (φαγητό):

ετοιμάζω
ετοιμάζω τσάι/καφέ

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский